- βαλανόγλωσσος
- (balanoglossus). Γένος σκουληκιών που ζουν μέσα στην άμμο του θαλάσσιου πυθμένα, ανοίγοντας στοές με τις προβοσκίδες τους. Βρίσκονται σε όλους τους ωκεανούς, εκτός από τον Ανταρκτικό. Το μήκος του σώματός τους ποικίλλει από 2,5-5 εκ. έως 2 μ. και πλέον. Το σώμα είναι μακρύ, μαλακό και σαρκώδες. Αποτελείται από τρία μέρη: την προβοσκίδα, το περιλαίμιο και τον κορμό. Η προβοσκίδα είναι οξεία προς τα εμπρός και παχύτερη στο σημείο σύνδεσης με τον κορμό (περιλαίμιο). Το στόμα βρίσκεται στην κοιλιακή πλευρά του σώματος, ανάμεσα στην προβοσκίδα και το περιλαίμιο. Στο πίσω μέρος της ραχιαίας επιφάνειας του κορμού υπάρχει μια διπλή σειρά βραγχιακών σχισμών που συγκοινωνούν με τον φάρυγγα με μια μακριά δίοδο. Κατά μήκος του κορμού, στην περιοχή των βραγχίων, υπάρχει ένα ζεύγος γεννητικών πλευρών, που σχηματίζουν πτυχές. Στο κέντρο περίπου του κορμού βρίσκονται δύο σειρές εντερικών προεκβολών. Το ζώο έρπει τρυπώντας στον βυθό, ενώ μεγάλες ποσότητες άμμου εισχωρούν συνέχεια στο ανοιχτό στόμα του. Στην προσπάθεια αυτή υποβοηθείται από την προβοσκίδα και το περιλαίμιο. Αυτά φουσκώνουν και διαστέλλονται με την είσοδο του νερού και κατόπιν συστέλλονται με τη βοήθεια των μυών των σωματικών τοιχωμάτων. Με αυτή τη συνεχή λειτουργία, οι μικροοργανισμοί που περιέχονται στο νερό χωνεύονται κι έτσι τρέφεται το ζώο, ενώ η άμμος αποβάλλεται από την έδρα. Οι κινήσεις αυτές του σώματος αποτελούν συγχρόνως και το κύριο μέσο μετακίνησης του ζώου. Οι β. έχουν χωριστά γένη. Γεννούν αβγά, από τα οποία βγαίνουν κάμπιες που κινούνται ελεύθερα μέσα στο νερό. Έχουν την ικανότητα να αναπαράγουν μέρη του σώματός τους που καταστράφηκαν εξαιτίας διαφόρων αιτίων. Στη θέση τους εμφανίζεται γρήγορα το νέο τμήμα, που συμπληρώνει και πάλι ένα τέλειο ζώο.
Dictionary of Greek. 2013.